διθυράμβου

διθυράμβου
δῑθυράμβου , διθύραμβος
dithyramb
masc gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Αιολίς — Ονομασία διαφόρων περιοχών της αρχαιότητας που κατοικήθηκαν από τους Αιολείς. 1. Το βορειοδυτικό τμήμα της Μικράς Ασίας μαζί με τα νησιά Λέσβο και Τένεδο. Στην περίοδο της ακμής της, εκτεινόταν από την Προποντίδα και τη χερσόνησο της Κυζίκου στα… …   Dictionary of Greek

  • Αρίων — (7ος αι. π.Χ.).Μουσικός και ποιητής. Γεννήθηκε στη Μήθυμνα της Λέσβου, αλλά έζησε, κατά τον Ηρόδοτο, στην Κόρινθο, στην αυλή του Περίανδρου. Η παράδοση του αποδίδει τη διαρρύθμιση και την προσαρμογή στο δωρικό μέλος του διθυράμβου, που έως τότε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”